τριτεγγύηση

τριτεγγύηση
η, Ν
(εμπ. δίκ.) η διατυπούμενη στο σώμα τής συναλλαγματικής ανάληψη αυτοτελούς υποχρεώσεως από τρίτο πρόσωπο για εξόφληση τού ποσού τής συναλλαγματικής σε περίπτωση αδυναμίας τού εκδότη να τήν εξοφλήσει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τριτεγγυώμαι. Η λ., στον λόγιο τ. τριτεγγύησις, μαρτυρείται από το 1840 στο Λεξικόν Νομοτεχνικόν].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τριτεγγύηση — η εγγύηση τρίτου για τον αποδέκτη συναλλαγματικής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συναλλαγματικός — ή, όν, ΝΑ [συνάλλαγμα, άγματος] νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο συνάλλαγμα 2. το θηλ. ως ουσ. η συναλλαγματική (εμπ. δίκ. οικον.) έγγραφο που ανήκει στην κατηγορία τών αξιογράφων εις διαταγήν υπό τύπον ανοιχτής επιστολής η οποία… …   Dictionary of Greek

  • τριτεγγυητής — ο, Ν (νομ.) αυτός που παρέχει την τριτεγγύηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < τριτεγγυώμαι. Η λ. μαρτυρείται από το 1838 στον Γ. Α. Ράλλη] …   Dictionary of Greek

  • τριτεγγυώμαι — Ν (νομ.) παρέχω τριτεγγύηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίτος + εγγυώμαι] …   Dictionary of Greek

  • τριτεγγυητής — ο θηλ. τρια αυτός που δίνει τριτεγγύηση (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”