- τριτεγγύηση
- η, Ν(εμπ. δίκ.) η διατυπούμενη στο σώμα τής συναλλαγματικής ανάληψη αυτοτελούς υποχρεώσεως από τρίτο πρόσωπο για εξόφληση τού ποσού τής συναλλαγματικής σε περίπτωση αδυναμίας τού εκδότη να τήν εξοφλήσει.[ΕΤΥΜΟΛ. < τριτεγγυώμαι. Η λ., στον λόγιο τ. τριτεγγύησις, μαρτυρείται από το 1840 στο Λεξικόν Νομοτεχνικόν].
Dictionary of Greek. 2013.